- ἐγγυοθήκη
- ἐγγῠοθήκη, ἡ,A = ἐγγυθήκη, Luc.Lex.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγγυοθήκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυοθήκην — ἐγγυοθήκη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγυθήκη — ἐγγυθήκη και ἐγγυοθήκη, η (Α) 1. κιβώτιο για φύλαξη πραγμάτων 2. υπόθεμα, βάση για αγγεία, τρίποδες κ.λπ … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek